ἐξαιρετέον

ἐξαιρετέον
ἐξαιρετέος
to be taken out
masc acc sg
ἐξαιρετέος
to be taken out
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξαιρετέος — α, ο (AM ἐξαιρετέος, α, ον) [εξαιρώ] αυτός που πρέπει να εξαιρεθεί νεοελλ. φρ. «(ημέρα) εξαιρετέα» αργία αρχ. φρ. α) «Καρχηδών... ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η Καρχηδών β) «γυναῑκας ἐξαιρετέον ἄν …   Dictionary of Greek

  • σίμβλος — ὁ, και σίμβλον, τὸ, Α 1. η κυψέλη, το κοφίνι τού μελισσιού (α. «ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους», Ησίοδ. β. «διὸ καὶ εἰς σίμβλου τότε ἐξαιρετέον τὸν κηρόν», Αριστοτ.) 2. φρ. «σίμβλος χρημάτων» μτφ. χρηματικά αποθέματα, κομπόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”